- γοερή
- γοερόςmournfulfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γοερῇ — γοερός mournful fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουγκρητό — και μουγγρητό, το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μουγκρίζω, κραυγή θηρίου ή κατοικίδιου ζώου και ιδίως βοδιού ή αγελάδας, μυκηθμός, μουκάνισμα 2. (για πρόσωπα) γοερή και σπαρακτική κραυγή πόνου, ούρλιασμα, οιμωγή 3. (για τη θάλασσα) βοή,… … Dictionary of Greek
ολοφυρμός — ο (Α ὀλοφυρμός) [ολοφύρομαι] γοερό κλάμα, γοερή κραυγή, σκούξιμο, οδυρμός, θρήνος … Dictionary of Greek
σκλήρισμα — το, Ν [σκληρίζω] το αποτέλεσμα τού σκληρίζω, γοερή κραυγή, στρίγγλισμα … Dictionary of Greek
σκληρίζω — Ν [σκληρός] (αμτβ.) εκβάλλω γοερή κραυγή, τσυρίζω, στριγγλίζω … Dictionary of Greek
σκληριά — η, Ν [σκληρίζω] γοερή κραυγή, τσύρισμα, στριγγλιά … Dictionary of Greek
σκούξιμο — το, Ν 1. δυνατή και γοερή κραυγή 2. συνεκδ. θρήνος, οιμωγή, ολοφυρμός 3. (για σκυλιά, λύκους και άλλα ζώα) ουρλιαχτό, υλακή, αλύχτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έ σκουξ α, αόρ. τού ρ. σκούζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. σπρώξιμο)] … Dictionary of Greek
σκούξιμο — το 1. κραυγή γοερή: Το σκούξιμό της ακούστηκε από τους γείτονες. 2. δυνατή φωνή ζώου: Το γουρούνι, καθώς το έσφαζαν, έβγαζε ένα δυνατό σκούξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)